χήν

χήν
(-ηνός) ο , η гус|ь, -ыня

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "χήν" в других словарях:

  • χήν — wild goose fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χῆν' — χῆναι , χάω pres inf act χῆνα , χήν wild goose fem acc sg χῆνε , χήν wild goose fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χήν — ηνός, ὁ, ἡ, ΜΑ, και δωρ. τ. χάν, ανός, ἁ, Α βλ. χήνα …   Dictionary of Greek

  • χἤν — ἥν , ὅς yas fem acc sg (attic homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χῆν — χάω pres inf act (doric ionic) χάω pres inf act (epic doric ionic) χάω imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) χάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) χέω diffuse completely pres inf act (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χῆν' — Χῆναι , Χῆναι fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηνοῖν — χήν wild goose fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηνί — χήν wild goose fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηνῶν — χήν wild goose fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηνός — χήν wild goose fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χησί — χήν wild goose fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»